ψωμώνω

ψωμώνω
gürbüzleşmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψωμώνω — Ν [ψωμί] (αμτβ.) ωριμάζω, μεστώνω («ψώμωσε το σιτάρι») …   Dictionary of Greek

  • ψωμώνω — ψώμωσα, ψωμώθηκα, ψωμωμένος, ωριμάζω, μεστώνω, αποκτώ σάρκες: Είναι ψωμωμένο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”